- χρηματοφυλάκιο(ν)
- το бумажник, кошелёк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματοφυλάκιο — το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ [χρηματοφύλαξ, ακος] νεοελλ. (παλ. τ.) πορτοφόλι αρχ. θησαυροφυλάκιο … Dictionary of Greek
χρηματοφυλάκιο — το πορτοφόλι, πορτμονές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] … Dictionary of Greek